- ἐφοδιαστής
- ἐφοδ-ιαστής, οῦ, ὁ, [dialect] Dor. [suff] ἐφοδ-τάς, ᾶ,A traveller (?), IG9(2).1358 ([place name] Lamia); = invasor, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εφοδιαστής — ο (Α ἐφοδιαστής) [εφοδιάζω] νεοελλ. αυτός που παρέχει, που χορηγεί τα αναγκαία εφόδια, ο προμηθευτής, ο ανεφοδιαστής αρχ. 1. πιθ. περιηγητής, ταξιδιώτης 2. εισβολέας … Dictionary of Greek
χορηγητής — ο θηλ. χορηγήτρια 1. αυτός που χορηγεί, αυτός που παρέχει κάτι σε κάποιον. 2. εφοδιαστής, προμηθευτής: Είναι χορηγητής του ελληνικού στρατού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)